Από τον Nicholson στον Βουτσίνο.
Η μελέτη "Από τον Nicholson στον Βούτσίνο: Έριδες για τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας", είναι Ανάτυπο από τα Πρακτικά του Επιστημονικού Συνεδρίου (7-8 Σεπτεμβρίου 2005) "Όψεις της Εκκλησιαστικής Ιστορίας της Κέρκυρας", που έγινε στην Κέρκυρα. Τα δε πρακτικά του συνεδρίου δημοσιεύθηκαν στον Δ' τόμο της Β΄περιόδου των Κερκυραϊκών Χρονικών της Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών.
Το 1797 καταλύεται από τους Γάλλους η Ενετοκρατία στα Επτάνησα και ακολούθως, το 1799, επανιδρύεται από τους Ρώσους ο ορθόδοξος μητροπολιτικός θρόνος της Κέρκυρας με πρώτο μητροπολίτη τον Ιερόθεο Κιγάλα. Την ίδια περίοδο στον ίδιο χώρο η Καθολική Εκκλησία συρρικνώνεται σημαντικά, αφού είχαν χαθεί πια τα προνόμια που της εξασφάλιζε η Βενετία. Μάλιστα, από το 1799, κατά διαταγή του Γάλλου στρατηγού Chabot, ο λατίνος αρχιεπίσκοπος Φραγκίσκος Μαρία Fenzi έχει εγκαταλείψει την Κέρκυρα.
Τον Fenzi, που εν τω μεταξύ διέμενε στη Ρώμη, έχοντας παραιτηθεί από το θρόνο της Κέρκυρας και έχοντας λάβει τον τίτλο του Πατριάρχη Ιεροσολύμων, διαδέχεται το 1818 ο Παύλος Αύγουστος Φώσκολος, ο οποίος όμως ουδέποτε ήλθε στην Κέρκυρα, τη διαποίμανση της καθολικής κοινότητας της οποίας αναλαμβάνει το έτος 1830 ο επίσκοπος Πέτρος Αντώνιος Νοστράνος, ο οποίος θεωρείται συνετός και χαμηλών τόνων.
Αναφορικά με την Ορθόδοξη Εκκλησία, η θέση της βελτιώνεται αισθητά. Έτσι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α΄ Κεφαλαίου του Συντάγματος του 1817 του υπό Βρετανική προστασία Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων, «Επικρατούσα θρησκεία του Ιονίου Κράτους εστίν η της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας. Παν δε έτερον χριστιανικόν θρήσκευμα προστατεύεται…». Ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Α΄ Τμήματος του Ε΄ Κεφαλαίου του εν λόγω Συντάγματος, «Η Καθολική Ρωμάνα θρησκεία προστατεύεται εξαιρέτως, και παν άλλο είδος θρησκεύματος εστίν ανεκτόν…». Όμως, μολονότι θέτει υπό ειδική προστασία τη Λατινική Εκκλησία, στο άρθρο 4 του Α΄ Τμήματος του Ε΄ Κεφαλαίου αναφέρεται ότι «Ουδεμία δημόσιος τελετή θρησκευτικής λατρείας συγχωρείται εν τούτω τω Κράτει, παρά τας των ανωτέρω Χριστιανικών Ορθοδόξων Εκκλησιών». Επιπλέον, ο επικεφαλής της δεν φέρει πια τον τίτλο «Archiepiscopus Corcyrensis», Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας δηλαδή, όπως τιτλοφορούνταν κατά τη διάρκεια της ενετοκρατίας, αλλά «Primo Dignitario della Chiesa Latina di Corfu’», πρώτος αξιωματούχος δηλαδή της Λατινικής Εκκλησίας της Κέρκυρας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες κατά το έτος 1847 ανακύπτει έριδα ανάμεσα σε ορθόδοξους και καθολικούς για τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας. Πρωταγωνιστές είναι ο Άγγλος βοηθός του λατίνου επισκόπου Νοστράνου Δρ. Nicholson και ο πρωτοσύγκελος του ορθόδοξου μητροπολίτη Χρυσάνθου Αθανάσιος Πολίτης, καθηγητής της θεολογίας της Ιονίου Ακαδημίας.
Συγκεκριμένα ο Nicholson, του οποίου ο ακριβής τίτλος είναι «συμβοηθός με δικαίωμα διαδοχής» επαναφέρει για τον επίσκοπό του, το Νοστράνο, τον τίτλο «Archiepiscopus Corcyrensis», γεγονός που θεωρήθηκε αυθαιρεσία και παράβαση του συντάγματος του 1817. Αλλά και πρωτύτερα, πριν ανακινήσει το ζήτημα αυτό ο Nicholson, ο Νοστράνος ατύπως τιτλοφορούνταν «Αρχιεπίσκοπος των εν Κερκύρα Λατίνων». Για την ορθόδοξη πλευρά όμως, της οποίας υπέρμαχος αναδεικνύεται ο Πρωτοσύγκελος και μετέπειτα Μητροπολίτης Αθανάσιος Πολίτης, αυτό ήταν αδιανόητο καθώς ο τίτλος αυτός δικαιωματικά και ιστορικά ανήκε στον ορθόδοξο επίσκοπο. Επιπλέον, μ’ αυτόν τον τίτλο, ο λατίνος επίσκοπος εμφανιζόταν, όπως την περίοδο της ενετοκρατίας, ως ποιμενάρχης όλων ανεξαιρέτως των Κερκυραίων, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων φαινόταν απλώς ότι ακολουθούσε την ανατολική λειτουργική παράδοση, το «γραικικόν ρητόν», σύμφωνα με τους όρους της συνόδου της Φεράρας – Φλωρεντίας.
Συνεπώς, θα λέγαμε ότι από κανονικής και εκκλησιολογικής απόψεως γιγαντώνεται το πρόβλημα αυτό από όταν επανιδρύεται ο ορθόδοξος θρόνος το 1799, καθώς από τότε υπάρχουν στο νησί, έστω και θεωρητικά, δύο επίσκοποι Κερκύρας ενώ το ποίμνιο ουσιαστικά είναι ένα. Και, καθώς ανατρέχουμε στο παρελθόν, είναι φανερό ότι το πρόβλημα γεννάται με την απομάκρυνση φυσικά του κανονικού ορθόδοξου μητροπολίτη το 1267 από τον Κάρολο Α΄ τον Ανδηγαυό (Charles d’ Anjou) ή ενωρίτερα από τον Φίλιππο Κινάρδο (1258 – 1266).
Λέγεται, μάλιστα, ότι, αν ο Κάρολος Α΄ ο Ανδηγαυός ήταν αυτός που απομάκρυνε τον ορθόδοξο επίσκοπο του νησιού, ο ηθικός αυτουργός ήταν ο ίδιος ο ρωμαίος ποντίφικας, στον οποίο χρωστούσε το στέμμα του ο Κάρολος. Βέβαια η τακτική αυτή της κατάργησης των ορθοδόξων επισκόπων κατά την λατινοκρατία ήταν συνηθισμένη και γνωστή. Χαρακτηριστική, μάλιστα, είναι η απάντηση του Μητροπολίτη Κερκύρας Βασιλείου Πεδιαδίτη, σε πρόσκληση του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ να συγκαλέσει οικουμενική σύνοδο χωρίς τους κανονικούς ανατολικούς ιεράρχες, οι οποίοι είχαν απομακρυνθεί από τις αρχαίες τους έδρες: «…ποίοι των γραικών αρχιερέων εις την Σύνοδον απαντήσουσιν; οι διωχθέντες παρά της αγιότητός σου; Ο αγιώτατος Αθηνών, όν έδιωξε η αγιοσύνη σου χειροτονήσασα έτερον εις τον θρόνον εκείνου; Ο Θεσσαλονίκης ον έδιωξε η αγιοσύνη σου από του θρόνου αυτού και απέστειλε έτερον; Ο Ζαρνάτας ον έδιωξε η αγιοσύνη σου χειροτονήσασα έτερον;…».
Επανερχόμενοι στο έτος 1847, η ενέργεια του «συμβοηθού με δικαίωμα διαδοχής» δόκτορος Νίκολσον να επαναφέρει για τον επίσκοπό του τον τίτλο «Archiepiscopus Corcyrensis» γίνεται αφορμή να ξεσπάσουν στην πόλη της Κέρκυρας επεισόδια, με εκατέρωθεν προσβολές και χλευασμούς, τη Μ. Παρασκευή του ιδίου έτους κατά την περιφορά του Επιταφίου των λατίνων. Το γεγονός αυτό, μάλιστα, στάθηκε αφορμή να διακόψουν οι λατίνοι έκτοτε κάθε δημόσια λατρευτική τελετή και λιτανεία. Φαίνεται ότι η ατμόσφαιρα ήταν ήδη ηλεκτρισμένη, ύστερα από την αλλαγή του εκκλησιαστικού status quo, καθώς ήδη από το 1826 υπήρχαν διαμαρτυρίες της Καθολικής Εκκλησίας για πιέσεις στα Ιόνια Νησιά.
Στις ενέργειες του Nicholson αντιδρά δυναμικά ο Αθανάσιος Πολίτης, καθώς ο Μητροπολίτης Χρύσανθος εκείνο τον καιρό είναι σωματικά και διανοητικά άρρωστος.
Ο Πολίτης με σθένος και σύνεση απευθύνει σε κάθε αρμόδιο φορέα (αρμοστή, γερουσία, βουλή) επιστολές, όπου διαμαρτύρεται έντονα για τις κινήσεις του Nicholson.
Την πρώτη επιστολή με τίτλο «Υπόμνημα ιδιαίτερον» την απευθύνει στις 15/27 Απριλίου 1847 «προς την Αυτού Εξοχότητα τον Λορδ Σήτωνα Μέγαν Αρμοστήν». Εκεί επισημαίνει τη σοβαρότητα της κατάστασης, εξιστορεί την παρουσία της ορθόδοξης εκκλησίας στο νησί ήδη από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους ενώ δεν παραλείπει να αναφέρει ονόματα επισκόπων που λάμπρυναν την Κέρκυρα, όπως αυτό του Αγίου Απολλοδώρου, ο οποίος, ως γνωστόν, έλαβε μέρος στην πρώτη οικουμενική σύνοδο. Ο Πολίτης στην ιστορική του αναδρομή αναφέρεται, στη συνέχεια, στον Κάρολο τον Ανδηγαυό, τις μετέπειτα περιπέτειες της ορθόδοξης εκκλησίας της Κέρκυρας και την απαλλαγή της Επτανήσου από τη «Λατινική δεσποτεία», όπου η Κέρκυρα «είδε την εαυτής Εκκλησίαν ανακτησαμένην την αρχαίαν ελευθερίαν και ευπρέπειαν και απολαβούσα τον γνήσιον αυτής Ποιμένα». Ακολούθως αναφέρει ότι «Έκτοτε ο Λατίνος Αρχιεπίσκοπος έζησε μακράν της Κερκύρας, πλανώμενος τήδε κακείσε, και παρέχων πράγματα τη Κυβερνήσει, ήτις συγκαταβάσει χρωμένη εξηκολούθησεν ίνα δίδη αυτώ μισθόν ουκ ευκαταφρόνητον. Ετόλμησε μεν ούτος κατά το 1815 ίνα αξιώση παρά της Κυβερνήσεως όπως αποκατασταθή εις α έλεγε ίδια προνόμια και πρεσβεία˙ αλλ’ η αίτησις αυτού απεκρούσθη. Παραιτηθέντος δε μετά ταύτα, ο Πάπας εξελέξατο άλλον διάδοχον αυτού, όστις διεκοίνωσε τω 1816 την ιδίαν εκλογήν προς την Γερουσίαν, αιτούμενος ίνα αναγνωρίσωσιν ίδιον τοποτηρητήν εν απουσία αυτού˙ αλλά και αύτη η αίτησις ωσαύτως απεκρούσθη˙ ει δε και μετέπειτα δια τινός επεμβάσεως αρχής, λαβούσης χώραν άνευ της συνεργείας της Κυβερνήσεως τούτου του Κράτους, είδομεν τον Κ. Νοστράνον κοσμούμενον παρ’ ημίν τίτλω Αρχιεπισκόπου, ω και διορίσθη μισθός, ανασκοπής ένεκα της του Αρχιερέως τούτου αρετής, αλλ’ ούτος τουλάχιστον φρονίμως ποιών ωνομάζετο μόνον Αρχιεπίσκοπος των εν Κερκύρα Λατίνων, εν ω και το Σύνταγμα και η Δ΄ Πράξις της Ε΄ Βουλευτικής περιόδου, αναγνωρίζουσιν μεταξύ των Ιερέων της εν τη Νήσω ταύτη Λατινικής Εκκλησίας τέσσαρας μόνον, ούς διακρίνουσιν δια της γενικής προσηγορίας αξιωματικών, και τούτους ισοβίως».
Επίσης, σημαντική είναι η παρατήρηση που κάνει αναφορικά με την πρακτική που ακολουθείται για τις λατινικές θρησκευτικές τελετές: «…αν και υπό του Συντάγματος απαγορεύηται πάσα δημοσία λατρεία εις τας άλλας παρά την επικρατούσαν Θρησκείαν, βλέπει τις όμως τας λιτανείας των Λατίνων περιερχομένας μετά πομπής δια των οδών, συνοδευομένας υπό της αστυκής Μουσικής, και υπ’ αυτών των Ελλήνων τιμωμένας». Σ’ αυτήν την πρακτική αντιπαραβάλλει το γεγονός ότι «…εν ταις Ιταλικαίς επικρατείαις, μάλιστα δε εν τη παπική και εν Νεαπόλει, πάσα λατρεία των Ελλήνων αναχαιτίζεται, ίνα μη είπω ότι καταδιώκεται».
Στο τέλος θέτει ένα πολύ σημαντικό επιχείρημα αντιπαραβάλλοντας το ποίμνιο των δύο ομολογιών στο κράτος και τονίζοντας ότι «σήμερον η επικρατούσα εν τη Επτανήσω Θρησκεία είναι η Ανατολική και ταύτην και μόνην πρεσβεύουσιν οι κάτοικοι» ενώ, παράλληλα, πληροφορεί τον Seaton ότι δεν υπάρχει ικανός αριθμός λατίνων που να δικαιολογεί αρχιεπίσκοπο και αυτοί που έχουν μείνει είναι ξένης καταγωγής «…οι δε λοιποί είναι άνθρωποι Ιταλοί ή Μελιτιαίοι, προσκαίρου ή μεταβλητής διατριβής, επήλυδες μετερχόμενοι τέχνας βαναύσους, μισθαρνητικάς, δουλικάς».
Και καταλήγει ο Αθανάσιος: «Ο τίτλος άρα Αρχιεπισκόπου Κερκύρας, ον οικειούται και εφ’ ω εναβρύεται Αρχιερεύς αλλότριος της Θρησκείας του τόπου και της Κυβερνήσεως, δεν δύναται να γίνει ανεκτός χωρίς του να υβρισθεί η Θρησκεία αύτη, και χωρίς του να συγχωρηθή τρόπον τινά ότι ο ταύτης προϊστάμενος δεν είναι γνήσιος».
Μετά από δύο χρόνια, το 1849, ο Αθανάσιος, «εψηφισμένος» πια Μητροπολίτης Κερκύρας, επανέρχεται στο θέμα, με επιστολή διαμαρτυρίας προς την Ιόνια Βουλή, επειδή, όπως λέει, αναφορικά με την ορθόδοξη εκκλησία, «…αι κατά ταύτης απόπειραι δεν παύουσιν αλλά μάλιστα θερμότεραι αναφαίνονται…». Καλεί, λοιπόν, τους αντιπροσώπους του λαού να εμποδίσουν «…όπως άνδρες εξαρτώμενοι του Αρχηγού άλλης Θρησκείας μετέρχονται ενταύθα Αρχιερατικά καθήκοντα και σφετερίζωνται τον τίτλον Επισκόπων της νήσου ταύτης, εξυβρίζοντες ούτω τους νομίμους και μόνους αυτής Ποιμένας και την επικρατούσαν Θρησκείαν, και ανατρέποντες ου μόνον τους μνημονευθέντας νόμους του Κράτους, αλλά και αυτούς τους Θείους και Ιερούς Κανόνας».
Η Βουλή διαβίβασε τη διαμαρτυρία στη Γερουσία (Κυβέρνηση), η οποία με επιστολή της στις 18 Ιουνίου 1849 προς το Μητροπολίτη «…απεφάνθη ότι ο Δόκτωρ Νίχωλσον, συμφώνως με τον αρχικόν τίτλον του, να μην δύναται να χαρακτηρίζη εαυτόν ειμή ως συμπάρεδρον του Κυρίου Νοστράνου, Αρχιεπισκόπου της εν Κερκύρα Λατινικής Εκκλησίας…». Ο Αθανάσιος απαντά αμέσως στο Γραμματέα της Γερουσίας Δούσμανη. Επαναλαμβάνει ότι οι ενέργειες του Nicholson συνιστούν παράβαση συντάγματος και, προχωρώντας ακόμη περαιτέρω, καταλήγει ότι ακόμη και ο τίτλος «Αρχιεπίσκοπος της εν Κερκύρα Λατινικής Εκκλησίας» είναι αταίριαστος, όπως λέει «…δια δέκα ή είκοσιν οικογενείας τυχούσας ενταύθα των πολιτικών δικαιωμάτων…». Για τον ισχυρισμό του δε αυτόν υπαινίσσεται το γνωστό σόφισμα της συνόδου του Λατερανού του 1213, σύμφωνα με την οποία «ένα σώμα με δύο κεφάλια είναι έκτρωμα…». Το «επιχείρημα» αυτό είχε προβάλλει στο παρελθόν και ο πάπας ως απάντηση στις διαμαρτυρίες των Κερκυραίων για την κατάργηση του ορθόδοξου θρόνου του νησιού. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι, όποιος κάθε φορά βρίσκεται σε «επικρατούσα» θέση, μπορεί να επιβληθεί σ’ αυτόν που είναι σε υποδεέστερη προβάλλοντας τέτοιου είδους επιχειρήματα.
Όμως, η επιστολογραφία του Αθανασίου συνεχίζεται. Στο ίδιο πνεύμα στέλνει στις 25 Ιουνίου 1849 επιστολή στον νέο Αρμοστή Sir Henry George Ward. Η επιστολή αυτή φαίνεται να έχει ιδιαίτερη βαρύτητα καθώς μερικές μέρες πριν ο αρμοστής είχε στείλει σχετική έκθεση στον Υπουργό Αποικιών. Ακολούθως, το 1852 απευθύνεται στη Βουλή και νέο κατατοπιστικό έγγραφο, το οποίο προκάλεσε τη γνωστή μακροσκελή «Έκθεση» της «επί των Εκκλησιαστικών Επιτροπής» της Βουλής. Στην έκθεση αυτή δικαιώνονται οι θέσεις του Αθανασίου. Μάλιστα, όπως παρατηρεί ο Παπαγεώργιος, σχετικά με την σύνταξη της Εκθέσεως, «αι μεν χείρες ήσαν χείρες Παδοβά, η δε φωνή φωνή Αθανασίου»!
Ένα χρόνο μετά, στις 9 Απριλίου 1853, καταγγέλλει στη Γερουσία την τελετή ενθρόνισης του Nicholson, κατά την οποία «Η πόλις δε έκθαμβος είδε αυτόν διατρέχοντα την δημοσίαν οδόν υπό σκήνωμα (Baldachino) προπορευομένου του Σταυρού, παρακολουθούμενον υπό των Ιερέων αυτού, και ενδεδυμένον άμφια, οία οι παρά Λατίνοις Επίσκοποι περιβάλλονται. Ως τοιούτος δε ενερθονίσθη εις την Λατινικήν Εκκλησίαν , και ως τοιούτον αναγγέλουσιν αυτόν εις τους παροδεύοντας τα οικογενειακά αυτού παράσημα, τεθειμένα άνωθεν της εξωτερικής θύρας της Εκκλησίας εκείνης». Ωστόσο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι, υπό κανονικές συνθήκες, ο Nicholson, ως αρχιερέας, είχε κάθε δικαίωμα να περιβληθεί τα επισκοπικά άμφια και να διέλθει με «μπαρλακί» κατά την τελετή της ενθρονίσεώς του. Όμως η τελετή αυτή μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο έριδων και έντονων παθών φαντάζει στα μάτια της άλλης πλευράς ως προκλητική ενέργεια.
Το τελευταίο, κατά σειράν, έγγραφο που στέλνει ο Αθανάσιος έχει χρονολογία 21 ή 9 Μαΐου 1853 και αποτελεί απάντηση – διαμαρτυρία, με σκληρή γλώσσα και απειλητικό ύφος, σε σχεδόν ταυτόχρονο έγγραφο της Γερουσίας, η οποία αναγνωρίζει στο Nicholson τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου της εν Κερκύρα Λατινικής Εκκλησίας», ακολουθώντας, όπως έχει υποστηριχτεί, τη παλιά μέση λύση. Αυθημερόν ο Πρόεδρος της Γερουσίας Κανδιάνος Ρώμας δήλωνε στον Αρμοστή ότι η Γερουσία συμφωνεί με τις απόψεις τους Αθανασίου σχετικά με τον τίτλο του λατίνου επισκόπου. Έτσι το ζήτημα έκλεισε υπέρ του Μητροπολίτη. Ο Nicholson το 1855 παραιτήθηκε και μετέβη στη Ρώμη. Τον διαδέχθηκε ο Κάρολος Rivelli, άνδρας εξόχων αρετών, κατά τον Παπαγεώργιο, ο οποίος πήγε, μάλιστα, στη Ρώμη, εξέθεσε τα πράγματα ως είχαν και κατέπαυσε τις έριδες.
Τον Αθανάσιο Πολίτη διαδέχονται στο μητροπολιτικό θρόνο της εκκλησίας της Κέρκυρας ο Αντώνιος Χαριάτης, ο Ευστάθιος Βουλισμάς και ο Σεβαστιανός Νικοκάβουρας, ο οποίος πεθαίνει τον Ιούλιο του 1920. Ακολούθως, στις 21 Μαρτίου 1923 ενθρονίζεται στον καθεδρικό ναό της Κέρκυρας ο Μητροπολίτης Αθηναγόρας Σπύρου, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής και ακολούθως Οικουμενικός Πατριάρχης. Στα οκτώ χρόνια της φωτισμένης αρχιερατείας του στο νησί ο Αθηναγόρας είχε άριστες σχέσεις με τον Καθολικό Επίσκοπο Λεονάρδο Πρίντεζη (1919 – 1940), με τον οποίο αντάλλαζε συχνά επισκέψεις και πραγματοποιούσε τα απογεύματα περιπάτους στη Γαρίτσα και τη Σπιανάδα. Φαίνεται ότι από τότε τον απασχολούσε η διαίρεση των χριστιανών και ότι έδινε ιδιαίτερη βαρύτητα στην προσωπική επαφή και τη φιλία ως ένα σημαντικό βήμα προς την ενότητα. Χαρακτηριστικός είναι ο ενθρονιστήριος λόγος του, όπου με τη βροντερή φωνή του έλεγε «…και επήλθε η διαίρεσις των εκκλησιών. Επήλθον τα μεγάλα σχίσματα, οι αλληλοσπαραγμοί εν τη εκκλησία την οποία ο Χριστός ηθέλησεν αδιαίρετον και μίαν…».
Ωστόσο, το 1927 παρατηρούμε μία κρίσιμη, αλλά ευτυχώς παροδική, καμπή στις σχέσεις των δύο ανδρών. Συγκεκριμένα εκείνο το έτος ο επίσκοπος Πρίντεζης συμπλήρωνε πενήντα χρόνια ιεροσύνης και για τον εορτασμό του γεγονότος αυτού τύπωσε προσκλήσεις τιτλοφορούμενος «Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας». Αυτό προκάλεσε τόσο την αναστάτωση του κερκυραϊκού λαού όσο και τη διαμαρτυρία του Αθηναγόρα.
Η εποχή όμως είναι ιδιαίτερα ταραγμένη. Μέσα στο χειμώνα της ιταλικής κατοχής, που επακολουθεί, στις 22 Νοεμβρίου 1942, ενθρονίζεται στο μητροπολιτικό ναό της Κέρκυρας ο Μεθόδιος Κοντοστάνος, του οποίου η εθνική και αντιστασιακή δράση είναι σε όλους γνωστή. Από το 1948 η αρχιερατεία του είναι συνυφασμένη με εκείνη ενός άλλου αντιστασιακού, του από Σύρου καθολικού επισκόπου Αντωνίου - Γρηγορίου Βουτσίνου, ο οποίος καλείται να διαποιμάνει την καθολική εκκλησία της Κέρκυρας. Όμως την ίδια εποχή παλαιότερα πάθη, αναφορικά με τις δύο χριστιανικές κοινότητες της Κέρκυρας, βγαίνουν και πάλι στην επιφάνεια με αφορμές εκατέρωθεν άστοχους χειρισμούς.
Αφορμή το 1947 ένα δημοσίευμα της εφημερίδας «Καθολική» με τίτλο «Έγκλημα κατά της ιστορίας και της τέχνης – Η κατεδάφισις του ιστορικού ναού της Ευαγγελιστρίας εις Κέρκυραν, έντονοι διαμαρτυρίαι καθολικών και ορθοδόξων» ταράζει τα νερά. Με αυτό το δημοσίευμα η εφημερίδα δικαιολογημένα διαμαρτύρεται για τη βιαστική κατεδάφιση της «Αννουντσιάτας» και δημοσιεύει, παράλληλα, την από 4 Ιουλίου 1947 σχετική διαμαρτυρία του τοποτηρητή της Καθολικής Αρχιεπισκοπής ιερέως Σπυρίδωνος Ρουγγέρη προς το Νομάρχη της Κέρκυρας. Στο δημοσίευμα απαντάει ο Μεθόδιος δημοσιεύοντας στο περιοδικό «Άγιος Ιάσων και Σωσίπατρος», τον Οκτώβριο του 1947, σχετικό άρθρο με τίτλο «Αμετροέπειαι της Ρωμαϊκής Εκκλησίας και αναίρεσις αυτών». Εκεί ο Μητροπολίτης υπεραμύνεται της…κατεδάφισης, θεωρώντας το ιστορικό αυτό οικοδόμημα…«δείγμα μισαλλοδοξίας» ενώ αργότερα στο ίδιο περιοδικό του έτους 1962 πιστεύει ότι θα πρέπει να κατεδαφιστεί και…ο καθολικός καθεδρικός ναός των Αγίων Ιακώβου και Χριστοφόρου, ο «Ντόμος», για να ρυμοτομηθεί η πόλη της Κέρκυρας!
Το κλίμα αυτό επιτείνει ο ερχομός του Βουτσίνου στην Κέρκυρα στις 20 Ιανουαρίου 1948. Μερικές μέρες αργότερα χειροτονείται στον καθολικό ναό του Αγίου Φραγκίσκου. Για τη χειροτονία του Βουτσίνου ο Μεθόδιος λαμβάνει την ακόλουθη πρόσκληση:
Σεβασμιώτατε,
Ο Ιερός καθολικός κλήρος παρακαλεί Υμάς όπως ευαρεστούμενος τιμήσητε δια της παρουσίας σας την τελετήν της ενθρονήσεως του Σεβασμιωτάτου κ.κ. ΑΝΤΩΝΙΟΥ – ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΒΟΥΤΣΙΝΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ήτις θα λάβει χώραν την Κυριακήν 25ην Ιανουαρίου ε.ε. εν τω Μητροπολιτικώ Ναώ των Καθολικών.
Εν Κερκύρα τη 22 Ιανουαρίου 1948.
Ο Τοποτηρητής
Ιερεύς ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΡΟΥΓΓΕΡΗΣ.
Η πρόσκληση αυτή προκαλεί την έκρηξη του Μεθοδίου, ο οποίος συντάσσει την ακόλουθη επιστολή:
Προς
τον Αιδεσιμώτατον Κύριον Σπυρίδωνα Ρουγγέρην
τοποτηρητήν του ενταύθα Παραρτήματος της
Ρωμαϊκής Εκκλησίας.
Αιδεσιμώτατε,
Έλαβον το από 22ας ενεστώτος μηνός και έτους χρονολογούμενον προσκλητήριον επιστολικόν δελτάριόν σας, διά του οποίου προσκαλούμαι όπως «τιμήσω διά της παρουσίας μου την τελετήν της ενθρονήσεως του Σεβασμιωτάτου κ.κ. Αντωνίου – Γρηγορίου Βουτσίνου» τελεσθησομένην την προσεχή Κυριακήν 25ην τρέχοντος μηνός, και τον οποίον Σεβασμιώτατον, όλως προπετώς και αντικανονικώς τιτλοφορείτε «ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ».
Εάν ανεγράφετο τιτλοφορούμενος Αρχιεπίσκοπος της Παπικής ή Ρωμαϊκής Εκκλησίας, όπως αρμόζει, διότι αυτή είναι η αλήθεια, δεν θα εδίσταζα να προσέλθω, κατά Χριστιανικήν ανοχήν, εις την τελετήν εις ην προσκαλούμαι. Εφ’ όσον όμως προπετώς και αντικανονικώς τιτλοφορείται ως «Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας», η παρουσία μου εις την τελετήν, θα τιμήσει μεν υμάς αλλά δεν προσήκει εις εμέ τον νόμιμον και κανονικόν Αρχιεπίσκοπον Κερκύρας. Διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, δεν θα εγνώριζον τα δικαιώματά μου και θα υπετίμων όχι μόνον τον εαυτόν μου, αλλά και τα δικαιώματα και την εμπρέπουσαν κανονικήν και νόμιμον θέσην της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας της Κέρκυρας, απέναντι της οποίας έχω ιεράς και απαραβάτους υποχρεώσεις υπερασπίσεως των δικαιωμάτων αυτής, αιωνοβίων και απαραγράπτων.
Αιδεσιμώτατε,
Δεν αναγνωρίζω άλλον Αρχιεπίσκοπον Κερκύρας πλην του της Ορθοδόξου Ελληνικής Εκκλησίας.
Ο χαρακτηρισμός του Σεβασμιωτάτου Αντωνίου – Γρηγορίου Βουτσίνου ως «Αρχιεπισκόπου Κερκύρας» είναι προπετής αντιποίησις αλλοτρίων Εκκλησιαστικών τίτλων και δικαιωμάτων, διά την οποίαν
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΟΜΑΙ
Εν Κερκύρα τη 23η Ιανουαρίου 1948
Ο Μητροπολίτης Κερκύρας και Παξών
+Ο ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΙ ΠΑΞΩΝ ΜΕΘΟΔΙΟΣ
Παράλληλα, ο Μεθόδιος συντάσσει και αποστέλλει μακροσκελή «εγκύκλιον προς τον ορθόδοξο ιερόν κλήρον και τον ελληνικόν λαόν του Νομού Κερκύρας και διαμαρτυρία κατά των επιδιώξεων, εξορμήσεων και επεμβάσεων του ρωμαιοπαπισμού εις την Κέρκυραν και γενικώς την Ελλάδα». Στην εγκύκλιο- διαμαρτυρία αυτή θίγεται η αντιποίηση αρχής από τον Βουτσίνο (σελ. 16, 17) ενώ επιχειρείται μία λεπτομερής καταγραφή των σχέσεων της καθολικής με την ορθόδοξη εκκλησία καθώς και της ιστορίας της εκκλησίας της Κέρκυρας και των περιστάσεών της από την κατάλυση του επισκοπικού της θρόνου μέχρι την σύγχρονή του εποχή. Από αυτήν την αναδρομή δεν παραλείπει βέβαια να αναφερθεί στη σύγκρουση του Αθανασίου Πολίτη με τον Nicholson, τον βομβαρδισμό της Κέρκυρας από τους Ιταλούς το 1923 καθώς και σε γεγονότα σχετικά με την ιταλική κατοχή.
Αξίζει, μάλιστα, να αναφερθούμε στην καταγγελία του ότι, ύστερα από το βομβαρδισμό του 1923, ο επίσκοπος Λεονάδρος Πρίντεζης ευλόγησε τα ιταλικά όπλα στο λιμάνι της Κέρκυρας ενώ όταν τορπιλίστηκε η «‘Ελλη» διερωτάται «…ποίαν φωνήν διαμαρτυρίας αφήκεν ο Σεβ. Αντώνιος – Γρηγόριος Βουτσίνος μετά των περί αυτών Κληρικών της Ρωμαϊκής Εκκλησίας»;
Δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα αν ο Πρίντεζης όντως ευλόγησε τα ιταλικά όπλα στο λιμάνι της Κέρκυρας. Είναι όμως σε όλους γνωστή η αντιστασιακή δράση του Βουτσίνου, ο οποίος, μάλιστα, στις 20 Νοεμβρίου 1943 συνελήφθη από τους Γερμανούς. Ακολούθως, δικάστηκε, καταδικάστηκε και, με σκοπό την εκτέλεση, κρατήθηκε περισσότερο από δύο μήνες σε κελί βαρυποινιτών στις φυλακές «Αβέρωφ», όπου υπέστη σωρεία κακοποιήσεων μέχρι θραύσεως της οδοντοστοιχίας του.
Ακολούθως, ο Βουτσίνος σε ανοικτή του επιστολή προς τον Μεθόδιο στις 23 Απριλίου 1948, η οποία δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Καθολική» και στην «Ελευθερία» της Κέρκυρας, μιλά με αβρότητα προς τον ιεράρχη. Ο τελευταίος δημοσίευσε την απάντησή του στο περιοδικό «Άγιος Ιάσων και Σωσίπατρος» τον Ιούνιο του 1948. Εκεί τονίζει ότι μόνιμο εμπόδιο στις σχέσεις των δύο ανδρών είναι ο τίτλος του «Αρχιεπισκόπου Κερκύρας» που χρησιμοποιεί, γεγονός που αποτελεί, όπως λέει, «…αντιποίηση τίτλων, δικαιωμάτων και προνομίων» και του καταλογίζει ότι «…προσεπάθησε να ρίψει κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κερκύρας δυναμίτιδα».
Επιπλέον, ο Μεθόδιος, συνεχίζοντας τις διαμαρτυρίες του, στις 25 Σεπτεμβρίου 1948 αποστέλλει προς την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος σχετικό υπόμνημα, όπου, μεταξύ των άλλων, καταγγέλλει τον Βουτσίνο για τον τίτλο του «Αρχιεπισκόπου Κερκύρας». Ο τίτλος αυτός θα παραμείνει ένα μόνιμο αγκάθι στις σχέσεις των δύο ανδρών μέχρι το 1952, όπου ο Βουτσίνος μετατίθεται στη Γαλλία ως τιτουλάριος επίσκοπος Άπρων.
Με το τέλος της θητείας του στην Κέρκυρα τελειώνει και ένα κεφάλαιο που απασχόλησε για έναν περίπου αιώνα τα εκκλησιαστικά και όχι μόνο πράγματα της Κέρκυρας και του οποίου οι ρίζες, όπως συμβαίνει συχνότατα στην ιστορία, χάνονται στο απώτατο παρελθόν. Το αποδεικνύουν οι άριστες σχέσεις των χριστιανών σήμερα στο νησί.
Γιώργος Γαστεράτος
Φιλόλογος - Ιστορικός
υπ. δρ. Ιστορίας Ιονίου Πανεπιστημίου
βλ. σχετ. Α. Χ. Τσίτσα, «Η αποκατάσταση του επισκοπικού θρόνου στην Κέρκυρα», Δημοσιεύματα Εταιρείας Κερκυραϊκών Σπουδών, Κέρκυρα 1987.
Γεράσιμου Ε. Μαυρομάτη, «Ιστορία των Ιονίων Νήσων αρχομένη τω 1797 και λήγουσα τω 1815», Αθήνα 1889, σ. 132 – 133.
Π. Χιώτου, «Ιστορικά απομνημονεύματα Επτανήσου», Ζάκυνθος 1887, τ. 6, σ. 93 – 96.
«Anno Domini», τ. Ι-(ΜΜΙΙΙ), Series Archiepiscoporum Ecclesiae Metropolitanae Ccorfiensis (Κέρκυρα), σ. 268] και Σπυρίδωνος Κ. Παπαγεώργιου, «Ιστορία της Εκκλησίας της Κέρκυρας», Κέρκυρα 1920, σ. 143 - 144.
«Σύνταγμα του Ιονίου Κράτους των 1817 ως νυν υπάρχει μετερρυθμισμένον, μεταφρασθέν εκ του ιταλικού πρωτοτύπου κλπ», Μετάφραση Μιχαήλ Ιδρωμένου, Κέρκυρα 1855.
Παπαγεώργιου, ό.π. σ. 141 και 143, Σπύρου Αβούρη, «Η Εκκλησία της Επτανήσου επί αγγλοκρατίας», Αθήναι 1964, σ. 45 και π. Γεώργιου Μεταλληνού, «Ο Μητροπολίτης Κερκύρας Αθανάσιος (1848/50 – 1870) και οι σχέσεις Ορθοδοξίας – Ρωμαιοκαθολικισμού στην Κέρκυρα τον ΙΘ΄ αιώνα», Ελληνισμός μαχόμενος, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 1997, σ. 150.
William Miller, «Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα», μτφ. Άγγελου Φουριώτη, εκδ. Ελληνικά γράμματα, Αθήνα 19902, σ. 590, όπου αναφέρεται ότι ένας λατίνος ιερέας ονόματι Αντώνιος σφετερίστηκε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου Κερκύρας εκμεταλλευόμενος την απουσία του κανονικού ορθόδοξου. Σύμφωνα, όμως, με τη Series Arciepiscoporum Ecclesiae Metropolitanae Corfiensis ο Αντώνιος είναι ο τρίτος κατά σειρά λατίνος Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας. Μεσολαβούν δύο πριν από αυτόν, των οποίων τα ονόματα δεν έχουν σωθεί [«Anno Domini», τ. Ι-(ΜΜΙΙΙ), σ. 267]. Ο Χιώτης (ό. π. σ. 73, 74) αναφέρει τον Μάρκο Κονταρίνο, ο οποίος, όμως, σύμφωνα με την ανωτέρω «Series», είναι έκτος κατά σειρά.
Σπύρου Ν. Ασωνίτη, «Ανδηγαυική Κέρκυρα», Κέρκυρα 1999, σ. 224.
«…Ο Κάρολος χρωστούσε το στέμμα του στον πάπα κ’ είταν υποχρεωμένος να αποδείξει αυτό που του όφειλε προπαγανδίζοντας τον καθολικισμό μεταξύ των ορθοδόξων υπηκόων του», William Miller, ό. π., σ. 590, «…του Καρόλου χαριζομένου εις τον Πάπαν προς ον εχρεώστει το βασίλειον της Νεαπόλεως…», Ερμ. Λούντζη, «Περί της πολιτικής καταστάσεως της Επτανήσου επί Ενετών», Αθήναι 1856, σ. μδ΄, με΄, 92 και 93, βλ. σχετ. Andr. Mustoxidis, «Delle Cose Corciresi», Corfu’ 1848, βιβλίο 7, σ. 410, Νικολάου Σπ. Γερακάρη, «Κερκυραϊκές σελίδες», Κέρκυρα, 1906, σ. 33 - 34, Σπ. Ασωνίτη, ό. π., σ. 224, 245, Αλίκης Νικηφόρου, «Δημόσιες τελετές στην Κέρκυρα κατά την περίοδο της Βενετικής κυριαρχίας», Αθήνα 1999, σ. 40, Σπυρίδωνος Παπαγεώργιου, ό.π., σ. 19, 45 κεξ., Ανδρέα Μ. Ιδρωμένου, «Συνοπτική ιστορία της Κέρκυρας», Κέρκυρα 19302, σ. 73, 74, Αθ. Τσίτσα, ό. π. σ. 30 κεξ. και Π. Χιώτου, ό.π., τ. 2, σ. 488, 489 και τ. 6, σ. 27, 28.
Παπαγεώργιου, ό. π., σ. 32 και Ασωνίτη, ό. π., σ. 223.
Παπαγεώργιου, ό. π., σ. 143.
βλ. έγγραφο με ημερομηνία 16 Οκτωβρίου 1826 του Άγγλου υπουργού Αποικιών λόρδου Barthust προς τον αρμοστή Sir Frederick Adam, όπου ο υπουργός δίνει οδηγίες στον αρμοστή για την γραμμή που θα πρέπει ακολουθήσει στις διαπραγματεύσεις που διεξήγαγε στη Ρώμη με τον αρχιεπίσκοπο Πέτρο Caprano, γραμματέα της συνόδου για τη διάδοση της πίστης (στου π. Γεωργίου Μεταλληνού, ό.π., σ. 174 – 175).
Παπαγεώργιου, ό. π., σ. 144 – 146.
Η λέξη διατηρείται σήμερα στο κερκυραϊκό γλωσσικό ιδίωμα ως «μπαρλακί».
Παπαγεώργιου, ό. π., σ. 146 - 162.
Περιοδικό «Απολύτρωσις», Κέρκυρα, Ιούνιος – Οκτώβριος 1973, τεύχος 72 – 76, σ. 8, 43 και 59.
Μεθοδίου Κοντοστάνου Μητροπολίτου Κερκύρας, «Εγκύκλιος προς τον ορθόδοξον ιερόν κλήρον και τον ελληνικόν λαόν του Νομού Κερκύρας και Διαμαρτυρία κατά των επιδιώξεων, εξορμήσεων και επεμβάσεων του ρωμαιοπαπισμού εις την Κέρκυραν και γενικώς την Ελλάδα», Κέρκυρα 1948, σ. 11.
βλ. σχετ. Μιχαήλ & Νικόλαος Ρούσσος, «Επίσκοποι Σύρου (1275 – 2000)», Σύρος 2001, σ. 55 – 56.
Για την εφημερίδα βλ. σχετ. π. Νικηφόρου Βιδάλη, «Ο καθεδρικός ναός του Αγίου Διονυσίου – Σύντομη ιστορία της Καθολικής Εκκλησίας των Αθηνών», Αθήνα 1998, σ. 79, 80.
«Κατόπιν αποφάσεως της επιτροπής του αρμοδίου Υπουργείου κατεδαφίσθη ο περίλαμπρος ιστορικός Ναός της Ευαγγελιστρίας των Καθολικών εις την Κέρκυραν, με την πρόφασιν ότι ήτο ετοιμόρροπος. Η επιτροπή του αρμοδίου Υπουργείου διέπραξε το μέγα αυτό έγκλημα κατά της ιστορίας και της τέχνης, υπείκουσα εις τον τυφλόν φανατισμόν και τας μηχανορραφίας ενίων…», Εφημερίδα «Καθολική», αρ. φύλλου 621, 18 Ιουλίου 1947.
Περιοδικό «Άγιος Ιάσων και Σωσίπατρος», αρ. 10, έτος ΙΓ΄, Οκτώβριος 1947.
Περιοδικό «Άγιος Ιάσων και Σωσίπατρος», αρ. 9, έτος ΚΘ΄, Σεπτέμβριος 1962.
Μεθοδίου Κοντοστάνου Μητροπολίτου Κερκύρας, «Εγκύκλιος…, Κέρκυρα 1948, σ. 3.
Μεθοδίου Κοντοστάνου Μητροπολίτου Κερκύρας, «Εγκύκλιος…», Κέρκυρα 1948, σ. 4.
Μεθοδίου Κοντοστάνου Μητροπολίτου Κερκύρας, «Εγκύκλιος…», Κέρκυρα 1948, σ. 11 και 13.
Υακίνθου Γαδ «Ο ρόλος του Επισκόπου Αντωνίου – Γρηγορίου Βουτσίνου», Συριανά Γράμματα, τεύχος 15, χρόνος δ΄, Ιούλιος 1991, σ. 279 - 286 και Μάρκου Ν. Ρούσσου – Μηλιδώνη, «Syra Sacra – Θρησκευτική ιστορία της Σύρου», Σύρος 20002 σ. 205 – 207.
Εφημερίδα «Ελευθερία», 29 Απριλίου 1948.
Περιοδικό «Άγιος Ιάσων και Σωσίπατρος», αρ. 6, έτος ΙΔ΄, Ιούνιος 1948.
Περιοδικό «Άγιος Ιάσων και Σωσίπατρος», αρ. 9, έτος ΙΔ΄, Οκτώβριος 1948.
Μάρκου Ν. Ρούσσου – Μηλιδώνη, ό. π., σ. 207 και Μιχαήλ & Νικόλαος Ρούσσος, ό. π., σ. 55 – 56.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου