Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

ΟΙ ΑΝΑΠΛΑΔΕΣ ΛΕΥΚΙΜΜΗΣ ...


ΟΙ ΑΝΑΠΛΑΔΕΣ ΛΕΥΚΙΜΜΗΣ 
ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΟΥ

Γιώργος Γαστεράτος

 Ένα από θα ερωτήματα που κατά καιρούς τίθενται σχετικά με το παρελθόν είναι αυτό της καταγωγής και προέλευσης ανθρώπων, οικογενειών και οικισμών. Το ερώτημα αυτό, όπως και την προσπάθεια απαντήσεων, το συναντάμε συχνά στην τοπική ιστοριογραφία και έρευνα, καθώς η ιστορία της Κέρκυρας είναι αντικειμενικά από τις πλουσιότερες στον ελληνικό χώρο, υποστηριζόμενη από ένα επίσης πλούσιο ιστορικό αρχείο, θησαυρό γνώσεων και πληροφοριών.

Στο χώρο μας, τη Λευκίμμη, συχνά τίθεται το ερώτημα για την καταγωγή του χωριού Αναπλάδες, χωρίς, ωστόσο, να έχει δοθεί μέχρι σήμερα κάποια πειστική απάντηση. Αρκετές φορές, μάλιστα, γίνεται λόγος για πελοποννησιακή καταγωγή, η οποία στηρίζεται σε κάποιες ενδείξεις όπως το όνομα που παραπέμπει στη λέξη Ανάπλι, όπως λεγόταν παλιότερα το Ναύπλιο, η πελοποννησιακή(;) κατάληξη –όπουλος των επιθέτων που απαντούν εκεί, όπως Χρυσικόπουλος, Παπαβλασόπουλος κ.α. και η συνοικία Μανιουράτικα, της οποίας το όνομα θυμίζει Μάνη.

Ωστόσο, οι ενδείξεις δεν είναι πάντα ασφαλής βοηθός στην προσπάθεια για  την ανάσυρση των ψηγμάτων του παρελθόντος, το οποίο σαν άβυσσος μας περιβάλλει. Εξ όσων μπορούμε να γνωρίζουμε, πρώτος ο αείμνηστος Σπύρος Κατσαρός, στις ιστορίες του, είχε υποστηρίξει την πελοποννησιακή καταγωγή του χωριού Αναπλάδες, στηριζόμενος στη μελέτη Ἡ ἐν Κερκύρᾳ ἀποίκισις τῶν Ναυπλιέων καὶ Μονεμβασίων του ιστορικού Λαυρεντίου Βροκίνη, οποίος, όμως, δεν λέει ακριβώς κάτι τέτοιο αλλά υποστηρίζει γενικά ότι εγκαταστάθηκαν στην κερκυραϊκή ύπαιθρο Ναυπλιώτες και Μονεμβασιώτες που κατέφυγαν στην Κέρκυρα, μαζί με το γνωστό στρατιωτικό σώμα των Stradioti, όταν το 1540 έπεσε το Ναύπλιο και η Μονεμβασιά στους Τούρκους!

Επιπλέον, πολλοί από όσους επιχειρούν να γράψουν εγχειρίδια ιστορίας, συχνά ο ένας αντιγράφει και στηρίζεται στον άλλον χωρίς να ελέγχει την πηγή του, με αποτέλεσμα ένα λάθος να επαναλαμβάνεται και να διαιωνίζεται. Αρκετές φορές, δε, πρόκειται για χοντροειδή λάθη, ο μη εντοπισμός των οποίων προκαλεί εντύπωση! Το ίδιο θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε και στην περίπτωσή μας: Η αστήρικτη και ίσως βιαστική πληροφορία του Κατσαρού να επαναλαμβάνεται και να πλανάται ως σήμερα. Σ’ αυτό ίσως βοηθάει και η επιπόλαιη άποψη ότι το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της Λευκίμμης, αν όχι όλο, από κάπου έχει έλθει, λες και στη γόνιμη και πλούσια περιοχή μας δεν κατοικούσαν κάποτε άνθρωποι αλλά «…σκύμνοι ωρυόμενοι του αρπάσαι και ζητήσαι παρά τω Θεώ βρώσιν αυτοίς».

Προσεγγίζοντας, λοιπόν, το θέμα της προέλευσης των Αναπλάδων, κατ’ αρχήν θα πρέπει να τονίσουμε ότι το όνομα αυτό είναι σχετικά νεώτερο. Έως τα τέλη του 17ου αιώνα εντοπίζουμε τον οικισμό στα διάφορα νοταριακά έγγραφα με το παραπλήσιο όνομα Στανοπουλάδες, από το οποίο προέρχεται το σημερινό με την πρόθεση στις. Δηλαδή: Στανοπουλάδες > Στ’ανοπλάδες > Αναπλάδες. Τα επίθετα ήταν τα ίδια περίπου με τα σημερινά, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν εκλείψει. Όσον αφορά, δε, το όνομα «Μανιουράτικα» της ομώνυμης συνοικίας, είναι ξεκάθαρο πλέον πως ουδεμία σχέση έχει με τη Μάνη (άλλωστε, αν ετυμολογείτο από την Μάνη, θα έπρεπε να λέγεται Μανιάτικα) αλλά αποδεδειγμένα δηλώνει το μέρος όπου κατοικούσαν οι έχοντες το επίθετο Μαν(ι)ούρας, όπως κατ’ επανάληψη αυτό εμφανίζεται στα νοταριακά έγγραφα του ιστορικού αρχείου, και δηλώνει προφανώς αυτόν που ασχολείται με την τυροκομία. Τέλος, η κατάληξη –όπουλος παραπέμπει σε βυζαντινά επίθετα (πχ. Αργυρόπουλος, Στρατηγόπουλος κ.α.), καθώς η Κέρκυρα για αιώνες ήταν τμήμα της βυζαντινής επικράτειας, ενώ το επίθετο «Γαρδικιώτης», που επίσης απαντάται στην περιοχή, είναι από τα παλαιότερα καταγεγραμμένα. Ειρήσθω εν παρόδω ότι η λέξη «Γαρδίκι» ή «Γαρδίκιον» (πληθ.: Γαρδίκια), από όπου προέρχεται ο Γαρδικιώτης, ετυμολογούμενη από τους παλαιοσλαβικούς τύπους гордьсь ή градьсь, δηλώνει γενικά τον πύργο, το κάστρο, τον οχυρωμένο οικισμό, την πολίχνη και εχρησιμοποιείτο κατά κόρον στη βυζαντινή εποχή.

Επιπλέον, στοιχείο ενδεικτικό της παλαιότητας του οικισμού είναι η ύπαρξη του ναού του αγίου Αρσενίου. Ο άγιος Αρσένιος, αρχιεπίσκοπος της Κέρκυρας κατά τον 10ο αιώνα, ήταν ο άγιος - προστάτης του νησιού πριν από την έλευση, κατά τον 15ο αιώνα, του λειψάνου του αγίου Σπυρίδωνα, γεγονός που συνετέλεσε, μαζί με άλλους λόγους, στην εξαφάνιση της σχετικής ευλάβειας. Αξίζει, δε, να σημειωθεί ότι επρόκειτο για μία ευλάβεια - λατρεία τοπικής εμβέλειας και επομένως, αν οι κάτοικοι του οικισμού Στ’Ανοπ(ου)λάδες ήταν έποικοι, θα ήταν αδύνατον να κτίσουν εκκλησία σε έναν άγνωστο γι’ αυτούς άγιο.

Η παλαιότητα, όμως του οικισμού και των κατοίκων του φαίνεται ξεκάθαρα και από τις συμβολαιογραφικές πράξεις που μας έχουν σωθεί. Στα κατάστιχα του συμβολαιογράφου ιερέως Σταματίου Κοντομάρη, που καλύπτουν πράξεις από το 1588 έως το 1614, έχει διασωθεί μία προγενέστερη συμβολαιογραφική πράξη που συντάχθηκε στις 20 Ιουνίου 1400 από το νοτάριο Ιωάννη Σπαρμιώτη. Για την εν λόγω πράξη, που αντιγράφθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 11 έως 20 Μαρτίου 1598, έχει γίνει η υπόθεση ότι ο ενδιαφερόμενος που την προσκόμισε ήταν είτε απόγονος των συμβαλλομένων είτε άλλο πρόσωπο, στο οποίο θα είχε περιέλθει η νομή ή η κυριότητα των αναφερόμενων περιουσιακών στοιχείων. 

Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την πράξη, ο Θεόδωρος Μαυρόπουλος, πράκτορας της δεκαρχίας των Εξωκαστρινών και της πρακτορίας της Μέσης, και ο πρωτόγηρος της δεκαρχίας Γεώργιος Κομπολίτης, εκ μέρους της δεκαρχίας, συμφώνησαν με τον ιερέα Ιωάννη Παπαβλασόπουλο από το χωριό Στανοπουλάτες για παραχώρηση περιουσιακών στοιχείων, που ανήκαν στη δεκαρχία των Εξωκαστρινών και βρίσκονταν στην περιοχή των χωριών Πολιτάδες και Στανοπουλάτες της πρακτορίας Λευκίμμης.

Το έγγραφο αυτό, εντός των πολύτιμων στοιχείων για την οργάνωση και τη λειτουργία των δεκαρχιών στο νησί, είναι σημαντικότατο γιατί εμφανίζεται ο οικισμός των Στανοπουλάδων και το επίθετο Παπαβλασόπουλος τουλάχιστον από το έτος 1400, εκατόν σαράντα χρόνια δηλαδή πριν την πτώση του Ναυπλίου και της Μονεμβασιάς στους Τούρκους και τον εποικισμό στην Κέρκυρα των κατοίκων τους. 

Επομένως, από όλα όσα εκθέσαμε παραπάνω, προκύπτει ότι δεν απέχουμε από την αλήθεια αν δεχτούμε ότι ο οικισμός των Αναπλάδων είναι από τους παλαιότερους στην Κέρκυρα, με γηγενή πληθυσμό και πανάρχαιες ρίζες που ανάγονται στο μεσαιωνικό (βυζαντινό) μας παρελθόν.

Γιώργος Γαστεράτος
 M. Vasmer, Die Slaven in Griechenland, Λειψία 19702, αρ. 58, σ. 26 και αρ. 23, σ. 88 και Fr. Von Miklosich, Lexikon Palaeoslovenico - Graeco – Latinum, Βιέννη 1862-1865 (ανάτ. Αalen 1977), σ. 141.
 Δεκαρχία: Ενότητα φορολογικής φύσεως με βυζαντινές καταβολές.
 Σπυρίδωνος Χρ. Καρύδη, «Αντίγραφα νοταριακών πράξεων του 15ου αι. στα κατάστιχα του κερκυραίου νοταρίου ιερέα Σταματίου Κοντομάρη», Παρνασσός, 41(1999).

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2012

Μυρτιές ευλάβειας στη γιορτή της Βλαχέραινας, στη Λευκίμμη.



........................................................................................
Με ξεχωριστή λαμπρότητα γιορτάσαμε και φέτος, στις 2 Ιουλίου, τη γιορτή της Βλαχέραινας, δηλαδή της ανάμνησης της μεταφοράς και τοποθετήσεως («Καταθέσεως») στον ναό της Θεοτόκου στην περιοχή «Βλαχέρναι» της Κωνσταντινούπολης της «εσθήτος» της Παναγίας. Επίκεντρο του εορτασμού στην περιοχή της Λευκίμμης στην Κέρκυρα, ο ομώνυμος οικογενειακός μας ναός, κτίσμα των αρχών του 18ου αιώνα.
........................................................................................


........................................................................................
Οι προετοιμασίες της γιορτής κρατούν μέρες πριν. Πρέπει όλα να είναι στην εντέλεια. Τα παραδοσιακά επτανησιακά καντήλια να γυαλιστούν, καθώς και όλα τα ιερά σκεύη αρίστης βενετσιάνικης τέχνης. Οι τοίχοι να φρεσκαριστούν από την ώχρα, να πλυθούν οι «μπόλιες» και τα «μπαγκαλέτα», να μαδηθούν φύλλα δάφνης για το δάπεδο και να φτιαχτούν μάτσα και στεφάνια, από δάφνη και μυρτιά, που μοσχοβολούν, θυμίζοντας μας το γνωστό «…μυρτιά μου χρυσοπράσινη της εκκλησιάς στολίδι χωρίς εσέ δε γίνεται κανένα πανηγύρι…».
........................................................................................




........................................................................................
Έτσι, όλος ο ναός έλαμπε κατά την ημέρα της γιορτής που τιμήθηκε δεόντως με πληθώρα ιερέων και ψαλτών, αδόντων όχι «…εν σπαρακτική παραφωνία», όπως είχε γράψει κάποτε ο Παπαδιαμάντης, αλλά «πρίμο – σιγόντο», όπως γνωρίζουμε – και δυστυχώς όχι ακόμη για πολύ – στα Επτάνησα.
........................................................................................
........................................................................................
Ξεχωριστή θέση στο ναό είχε, φυσικά, η εφέστια εικόνα της Βλάχέραινας, η οποία, όπως όλες οι εφέστιες εικόνες στην Κέρκυρα, βρίσκεται στο «ντεπόζιτό» της όπως λέμε εδώ, στο νότιο τοίχο του ναού, αμέσως μετά το εικονοστάσι.
........................................................................................
.........................................................................................
Η κοσμοσυρροή μεγάλη. Καθένας είχε κάτι να ζητήσει από την Κυρία τη Βλαχέραινα με το άναμμα του κεριού του ή με τη «μποτίλια» του λαδιού που προσέφερε.
Στο τέλος της πανηγυρικής λειτουργίας, μαζί με τις ευχές, μοιράστηκαν άρτοι και «σπερνά», που είχαν ετοιμαστεί με περισσή φροντίδα από τους πιστούς «που έκαναν τη γιορτή», δηλαδή από τους «αδελφούς» του ναού.

Γιώργος Γαστεράτος

Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2012

Η ΚΑΣΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

......................................................................
Η ΚΑΣΣΙΩΠΗ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ ΚΑΙ Ο ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

«…πήρε ένα πλοίο και κατευθύνθηκε στην Κασσιώπη, όπου τραγούδησε μπροστά στο βωμό του Κασσίου Διός…».
Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο ρωμαίος συγγραφέας Σουητώνιος την παρουσία του αυτοκράτορα Νέρωνα στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς την Ολυμπία, προκειμένου να λάβει μέρος στους αγώνες που γίνονταν εκεί. Η ύπαρξη, επομένως, στην πόλη του ιερού του Κασσίου Διός, σε συνδυασμό με την άφιξη εκεί του πολυάριθμου θεατρικού θιάσου του Νέρωνα το 66 μ.Χ. δείχνει και τη σημασία της κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους.
Εκτός, όμως, από το Σουητώνιο πρώτος ο Κικέρωνας αναφέρει την πόλη, όπου αναγκάστηκε, μάλιστα, να παραμείνει επί επτά ημέρες περιμένοντας ούριο άνεμο για τη Ρώμη αφού προηγουμένως είχε επισκεφτεί την πόλη της Κέρκυρας.
Ακολούθως, ο αρχαίος γεωγράφος Στράβων δίνει το στίγμα της τονίζοντας «… ὅτι ἀπὸ Κασσιόπης λιμένος τῆς ἐν Κερκύρᾳ ἕως Βριντησίου στάδια χίλια ἑπτακόσια…» ενώ ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι είναι «…πόλις καὶ ἄκρα…».
Τέλος, σχετικές αναφορές κάνουν ο Πλίνιος ο πρεσβύτερος και ο Άουλος Γέλλιος ενώ ο βυζαντινός ιστορικός Προκόπιος γίνεται αρκετά συγκεκριμένος, όταν περιγράφει την καταστροφή της Κέρκυρας από τους Γότθους του Τοτίλα το 550 μ.Χ. περίπου: «Δία γάρ Κάσσιον ἐτίμων ποτὲ οἱ τῇδε ἄνθρωποι, ἐπί καὶ ἡ πόλις (…) ἐς τὸνδε τὸν χρόνον Κασώπη ἐπικαλεῖται».

Λίγα χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 604 μ.Χ. από τρεις επιστολές του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου πάπα Ρώμης πληροφορούμαστε ότι η Κασσιώπη έγινε το επίκεντρο διενέξεων μεταξύ του επισκόπου Κερκύρας Αλκίσωνα και του επισκόπου Ευροίας Ιωάννη:
Πριν το 591 ο επίσκοπος, ο κλήρος και ο λαός της Εύροιας, μιας πόλης κοντά στη σημερινή Παραμυθιά, εγκατέλειψαν την πόλη τους, όταν εμφανίστηκαν βάρβαροι, και βρήκαν καταφύγιο από τον επίσκοπο Κερκύρας Αλκίσωνα, ο οποίος τους φιλοξένησε στο κάστρο της Κασσιώπης. Ο Αλκίσων έτσι ανταποκρίθηκε σε σχετική διαταγή του αυτοκράτορος Μαυρικίου και σε σύσταση του αγίου Γρηγορίου του Διαλόγου. Η σχετική εγκύκλιος επιστολή του αγίου Γρηγορίου πάπα Ρώμης, που εστάλη προς τους επισκόπους του Ανατολικού Ιλλυρικού το Μάιο του 591, μας πληροφορεί ότι ο αυτοκράτορας Μαυρίκιος είχε εκδώσει διαταγή προς τον ύπαρχο των πραιτωρίων του Ιλλυρικού Ιοβίνο, με την οποία πρόσταζε τους επιχώριους επισκόπους, που βρίσκονταν ακόμη στις έδρες τους, να φιλοξενήσουν τους συναδέλφους τους που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις πόλεις τους, όταν ήλθαν οι βάρβαροι.
Όμως ο Ευροίας Ιωάννης προέβη σε ιεροπραξίες τέτοιας κλίμακας ώστε να θέσει υπό αμφισβήτηση της κανονική επισκοπική δικαιοδοσία του Αλκίσωνα στην Κασσιώπη. Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι πρόσφυγες είχαν φέρει μαζί τους έναν πολύτιμο θησαυρό, το ιερό λείψανο του αγίου Δονάτου επισκόπου Ευροίας του Θαυματουργού, το οποίο εναπετέθη στο ναό του αγίου Ιωάννη στο κάστρο της Κασσιόπης, γεγονός που ενέτεινε τις υπερβάσεις του Ευροίας Ιωάννη.
Τότε ο Αλκίσων διαμαρτυρήθηκε στον αυτοκράτορα Μαυρίκιο, ο οποίος ανάθεσε την υπόθεση στον μητροπολίτη Νικοπόλεως Ανδρέα, ως προϊστάμενο της μητροπολιτικής περιφέρειας, στην οποία ανήκε η επισκοπή της Κέρκυρας. Ο Νικοπόλεως Ανδρέας, όπως ήταν φυσικό, δικαίωσε τον Κερκύρας, ενώ δεν είναι σαφές αν ο Ευροίας συμμορφώθηκε. Αργότερα, ο νέος επίσκοπος Ευροίας Ιωάννης, επίσης, αφού εν τω μεταξύ ο παλιός είχε πεθάνει, ανακίνησε το ζήτημα και απέσπασε από το διάδοχο του Μαυρικίου Φωκά διάταγμα που ακύρωνε τη μητροπολιτική απόφαση και αναγνώριζε τη δικαιοδοσία του επί της Κασσιώπης. Ο Αλκίσων, όμως, δεν εγκατέλειψε τον αγώνα του και κατέφυγε στον ανώτατο προϊστάμενό του τον πάπα Ρώμης Γρηγόριο τον Μέγα τον Διάλογο, στου οποίου τη δικαιοδοσία τότε ανήκε, όπως και ολόκληρο το Ανατολικό Ιλλυρικό δηλαδή η σημερινή βαλκανική χερσόνησος πλην της Θράκης. Ο πάπας δεν δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει τα δίκαια του Κερκύρας και έγραψε στον αποκρισάριό του στην Κωνσταντινούπολη διάκονο Βονιφάτιο να προσπαθήσει να πείσει τον αυτοκράτορα να ανακαλέσει το διάταγμα και να αναθέσει την υπόθεση στον ίδιο. Φαίνεται, δε, ότι ο Βονιφάτιος πέτυχε στην αποστολή του γιατί από την τρίτη επιστολή του πάπα μαθαίνουμε ότι πήγαν στην Ρώμη εκπρόσωποι τόσο του Κερκύρας όσο και του Ευροίας. Εκεί συμφωνήθηκε ότι ο Ευροίας θα παρέμενε φιλοξενούμενος στην Κασσιώπη χωρίς, όμως, να προβαίνει σε ενέργειες που θα έθιγαν την κανονική δικαιοδοσία του Κερκύρας και έτσι έληξε το ζήτημα.

Κατά τους επόμενους αιώνες η Κασσιώπη συνεχίζει να είναι μία αξιόλογη πόλη, γεγονός που σχετίζεται με τη στρατηγική της θέση, όπως και ολόκληρη η Κέρκυρα, που καλείται να παίξει έναν αναβαθμισμένο ρόλο, όντας ενδιάμεσος σταθμός και ασφαλές λιμάνι κατά την αποστολή βυζαντινών στρατευμάτων στην Κάτω Ιταλία, ειδικά ύστερα από την πτώση της Σικελίας στους Άραβες. Άλλωστε, την ακμή της πόλης μαρτυρεί και το αρχαιότατο κάστρο της, το οποίο ύστερα από φονικότατες μάχες παραδίδεται στους Βενετούς το 1386 ύστερα από έναν αιώνα περίπου ανδηγαυική κατοχή. Τότε, οι βενετοί για να μην χρησιμοποιηθεί ποτέ ξανά εναντίον τους το κατέστρεψαν εκ βάθρων αφήνοντας την πόλη ανοχύρωτη. Από τότε αρχίζει η παρακμή της.

Η φήμη, όμως, της πόλης ουδέποτε έπαψε να υπάρχει χάρις στον ονομαστό ναό της Παναγίας που υπήρχε και υπάρχει εκεί. Η παράδοση αναφέρει ότι έχει ανεγερθεί πάνω στα ερείπια του ναού του Κασσίου Διός και ότι είχε αφιερωθεί στη Ζωοδόχο Πηγή. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Λάνδος σε σχετική μελέτη του που είδε το φως της δημοσιότητας το 1896 στην Κέρκυρα, στο ναό υπήρχε μία θαυματουργική κανδήλα και, πριν από την κεντρική είσοδο, μία τεράστια συκιά που θεράπευε τους πυρετούς. Όμως, εκείνο για το οποίο ο ναός σεμνύνονταν ήταν η θαυματουργική εικόνα της Παναγίας την οποία, εκτός από τους ντόπιους, ευλαβούνταν ιδιαίτερα οι παραπλέοντες ναυτικοί και την επικαλούνταν κάθε φορά προκειμένου να γλιτώσουν από τις φοβερές καταιγίδες των παρακειμένων Ακροκεραυνίων ακτών. Για το γεγονός αυτό τα αφιερώματά τους ήταν υπεράριθμα.


......................................................................
Το 1530 στον ίδιο χώρο συνέβη το γνωστό υπερφυές θαύμα της Παναγίας, που έδωσε το φως του στον νεαρό Στέφανο, ο οποίος είχε καταδικαστεί άδικα για ληστεία και είχε τυφλωθεί. Το περιστατικό σκιαγραφείται γλαφυρά από των σύγχρονο των γεγονότων κερκυραίο Νίκανδρο Νούκιο καθώς και από τον Παχώμιο Ρουσάνο, ο οποίος εξιστορεί το θαύμα σε ιαμβικούς στίχους.
Το γεγονός αυτό γρήγορα έγινε γνωστό σε όλο το νησί με αποτέλεσμα να διαδοθεί παντού η ευλάβεια προς την Παναγία την Κασσωπίτρα ή, επί το λογιώτερον, την Κασσωπία. Έτσι, σε αρκετά χωριά ανεγέρθηκαν ναοί ή ιδρύθηκαν προσκυνητάρια («ντεπόζιτα») σε ήδη υπάρχοντες, όπως σε Σιναράδες, Αναπλάδες, Κάτω Κορακιάνα, Χλωμοτιανά, Πέλεκας κλπ. Μάλιστα, στην περιοχή Φιγαρέτο στο Κανόνι κτίστηκε και περικαλής μονή. Τόσο πολύ εξαπλώθηκε η σχετική ευλάβεια ώστε να ξεπεράσει τα όρια της Κέρκυρας, με αποτέλεσμα να συναντά κανείς εκκλησία της Κασσωπίτρας στη γειτονική Άρτα της Ηπείρου!

Επτά χρόνια μετά το θαύμα, το 1537, η εκκλησία καταστρέφεται από τους τούρκους ενώ το 1590 οι βενετοί την ανοικοδομούν, όπως αναφέρει σχετική επιγραφή που βρίσκεται στην είσοδο του ναού: HOC TEMPLVM DIVAE GLORIOSEQVE/ SEMP(ER) VIRGINIS MARIAE DICATVM A TVRCIS SEVISSIMIS PIRATTIS/ DEVASTATVM FVIT INDE CV. A/ PETRO FRANC. MALIPETRO TRI/REMIVM GVBERNATORI RESARC/ITVM ESSET NEC NO POSTEA A/ PHILIPPO PASCALICO SINI ADRIA/TICI PREFECTO AMPLIATVM TAND/EM A NICOLAO SVRIANO CL/ASSIS VENETAE PROVISORE MA/XIMA CAPITATE DVCTO MAGIS/ AVCTVM AC ILLVSTRVM FVIT/ ANNO MDLXXXX. Επιπλέον, ο περιηγητής Ιωσήφ Παρτς διασώζει και δεύτερη επιγραφή σε παρακείμενο πηγάδι [ANTONI]O MARINO PRIOLO 2do/ [PR]OCONSVLE REPARATVM/ PETRO BALBI PROVISORE ET/ PREFECTO CORCVRE που αναφέρεται στους κατασκευαστές του.

Κατά τον 19ο αιώνα, από τον ανωτέρω μνημονευθέντα Λάνδο πληροφορούμαστε ότι το 1842 στον ναό της Κασσιώπης έλαβε χώρα μία τεράστιας κλίμακας ιεροσυλία, όπου εκλάπη καθετί πολύτιμο. Μάλιστα, οι ιερόσυλοι δεν δίστασαν να κλέψουν ακόμη και το ασημένιο «πουκάμισο» της εφέστιας εικόνας. Το γεγονός αυτό οδήγησε στην εγκατάλειψη του ναού. Ευτυχώς που δύο χρόνια αργότερα διορίστηκε εφημέριος ο π. Κωνσταντίνος Παπαδάτος, ο οποίος με τις άοκνες προσπάθειές του ευπρέπισε το ναό και ευτύχησε να δει το γιο του Αριστοτέλη διάδοχό του στην εφημερία της εκκλησίας.
Η Παναγία η Κασσωπία, επομένως, είναι η ζώσα ιστορία και, παράλληλα, ένα από τα σεπτά σεβάσματα αυτού του τόπου, όπου οι αιώνες υποκλίθηκαν, οι ισχυροί γονάτισαν και οι κερκυραίοι κατέθεσαν ευλαβικά το απόθεμα της ίδιας της ψυχής τους.

Γιώργος Γαστεράτος
......................................................................
FOTO από http://kassopitra.blogspot.com/ 
καί από http://corfiatikoanagnosma.blogspot.com/2010/10/blog-post_3771.html 
Eπισκεφτείτε τις ηλεκτρονικές σελίδες.
Eυχαριστίες (έστω εκ των υστέρων) για τη χρησιμοποίηση των φωτογραφίών.