Το «Ιερό Παλλάδιο» της μεσαιωνικής Κέρκυρας
Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι περιέβαλλαν με σεβασμό τα «παλλάδια» της θρησκείας τους, τα ιερά εκείνα κειμήλια και αντικείμενα, τα οποία προήγαγαν και ενδυνάμωναν την πίστη τους. Μάλιστα, από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους περιβάλλονταν με ιδιαίτερο σεβασμό ιερά αντικείμενα που είχαν άμεση σχέση με τον Κύριο, την Θεοτόκο και τους αγίους. Έτσι, πολύτιμο θεωρήθηκε ό,τι είχε σχέση...
α) με την επίγεια ζωή του Χριστού (σταυρός, καρφιά μαρτυρίου, ακάνθινο στεφάνι, ιερά σινδόνη κλπ),
β) με την επίγεια ζωή της Παναγίας (εσθής, ζώνη κλπ) και γ) με τους αγίους (σώματα, οστά, ρούχα κλπ).
Στα ιερά κειμήλια ανήκουν και οι εικόνες. Από αυτές εκείνη που λατρεύτηκε περισσότερο ήταν η εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας. Θεωρούνταν, μαζί με τα ρούχα της Θεοτόκου (εσθής, ζώνη), το ιερότερο κειμήλιο της Βασιλεύουσας. Πίστευαν, μάλιστα, ότι είναι έργο του Ευαγγελιστή Λουκά.
Ενδεικτική για την εικόνα είναι μία πολύ παλιά μαρτυρία που ανάγεται στον 12ο αιώνα και συγκεκριμένα στο έτος 1191. Σε ένα σκανδιναβικό χρονικό, που ονομάζεται «Σάγκα των Ορκάδων», ένας ανώνυμος, καθώς εξιστορεί την παραμονή σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη, μιλάει με σεβασμό για τα «άπειρα άγια λείψανα» της Πόλης και κυρίως για μία εικόνα που οι χριστιανοί αποκαλούν «Ειδητέρα» (Οδηγήτρια):
«…Κάθε μέρα γίνεται λιτάνευση της εικόνας από τη μία συνοικία στην άλλη. Τα πλήθη την ακολουθούν και την περιβάλλουν με σύννεφα από θυμιάματα. Κάθε Τρίτη, μία αθέατη δύναμη κάνει την εικόνα να κινείται με καταπληκτική ταχύτητα. Παρασύρει τον ιερέα που την κρατεί και διασχίζει το σαστισμένο πλήθος. Όλοι σταυροκοπιούνται και ψέλνουν το Κύριε ελέησον…»
Φυσικό είναι η λατρεία της εικόνας αυτής να εξαπλώθηκε με τον καιρό σε όλο το χριστιανικό κόσμο. Έτσι ανά τους αιώνες εκατοντάδες αντίγραφα φτιάχτηκαν, και αυτά, με τη σειρά τους, περίφημα και πολύτιμα.
Στην Κρήτη την συναντάμε ως «Μεσοπαντίτισσα», ίσως επειδή βρισκόταν στις «μέσα πάντες» του Κάστρου του Χάνδακα. Η εικόνα αυτή θεωρούνταν το παλλάδιο της χριστιανικής Κρήτης και μαζί με την κάρα του Αγίου Τίτου, προστάτη και πολιούχου του νησιού, απολάμβανε ιδιαίτερης τιμής. Και αυτή λιτανευόταν κάθε Τρίτη!
Κατά την παράδοση της Κρήτης στους Τούρκους (1669) η εικόνα μεταφέρθηκε στη Βενετία από τον Φραγκίσκο Μοροζίνη και εναπετέθη στο ναό του Αγίου Μάρκου. Από εκεί μεταφέρθηκε με κάθε επισημότητα στο ναό της Santa Μaria della Salute (της υγείας), όπου τοποθετήθηκε στο κεντρικό αλτάριο του ναού την ημέρα των Εισοδίων της Θεοτόκου στις 21 Νοεμβρίου 1670. Έκτοτε, κάθε χρόνο, στις 21 Νοεμβρίου, τιμάται με ξεχωριστή λαμπρότητα.
Άλλο, πάλι, αντίγραφο της Παναγίας της Οδηγήτριας λατρεύεται στο Αργοστόλι της Κεφαλονιάς ως Παναγία η «Πρεβεζάνα» ενώ στη Ζάκυνθο ως «Σκοπιώτισσα», «Αναφωνήτρα», «Λαουρένταινα», «Ψαριώτισσα», «Κεριώτισσα», κλπ.
Στην Κέρκυρα ξεχωριστή θέση είχε η Παναγία η «Δημοσιάνα».
Η εικόνα αυτή χρονολογείται στο 2ο μισό του 14ου αιώνα. Ονομάζεται «Δημοσιάνα» γιατί είχε την πρώτη θέση στις δημόσιες τελετές στις οποίες συμμετείχε ο Μέγας Πρωτοπαπάς και το Ιερό Τάγμα, όντας η προστάτις των Κορυφών.
Η παλαιότερη αναφορά που έχουμε για την εικόνα βρίσκεται σε ένα οδοιπορικό του 1470.
Κάποιος Friedrich Steigerwalder, ακόλουθος του κόμητος από το Tιρόλο Gaudenz Von Kirchberg, άφησε ένα οδοιπορικό σχετικό με το ταξίδι τους στους Αγίους Τόπους. Το πλοίο τους ξεκινώντας από τη Βενετία, αφού στάθμευσε στη Ραγούζα (σημ. Ντουμπρόβνικ της Δαλματίας) και στην Κασσιώπη της Κέρκυρας, στις 20 Ιουνίου 1470 φτάνει στη μικρή πολιτεία των Κορυφών:
«…Την Τετάρτη πριν του Αγίου Ιωάννου φθάσαμε νωρίς, όταν έβγαινε ο ήλιος, στις πύλες των Κορφών. Απέχουν 800 μίλια από τη Βενετία και 300 από τη Ραγούζα και ανήκουν στους Βενετούς. Και υπάρχουν εκεί δύο φρούρια (…) και απέχουν το ένα από το άλλο όσο μία βολή με βαλλιστρίδα. Και η πολιτεία είναι χτισμένη στη ράχη ανάμεσα στα δύο αυτά φρούρια (…) Και μέσα στην πολιτεία υπάρχουν πολύ στενοί δρόμοι (…) Υπάρχει επίσης στους Κορφούς μία επισκοπή, αλλά ο επίσκοπος μένει στη Βενετία και έχει στους Κορφούς τον τοποτηρητή του (…) και στην εορτή της Αγίας Δωρεάς (21 Ιουνίου) πήγαιναν στη λιτανεία πρώτα οι Έλληνες ιερείς με τους Έλληνες και ένας από αυτούς κρατούσε μίαν εικόνα, στη μία πλευρά της οποία ήταν ζωγραφισμένη η Παναγία, με το Κύριο στο στήθος, ενώ στην άλλη ήταν ζωγραφισμένος ο Άγιος Παύλος. Τον ακολουθούσαν οι Έλληνες και όλοι τους δεν έψελναν τίποτε άλλο από Κύριε ελέησον. Και λένε ότι η απεικόνιση της Παναγίας στην εικόνα κάνει θαύματα. Κατόπιν ακολουθούσε στη λιτανεία ένα πλήθος από δοκίμους και ο τοποτηρητής του επισκόπου κρατούσε την Αγία Μετάληψη και οι Έλληνες δεν γιόρταζαν την ημέρα αυτή αλλά δούλευαν, όπως τις εργάσιμες. Και οι Κορφοί είναι πολύ ωραίο και καλό νησί, μήκους και πλάτους γύρω στα 100 μίλια…».
Από το γεγονός ότι μας έχει σωθεί μία εικόνα αμφιπρόσωπη, η Παναγία η Δημοσιάνα, η οποία ανάγεται στον 14ο αιώνα, και από το γεγονός ότι η εικόνα αυτή απολάμβανε ξεχωριστής τιμής και συμμετείχε σε όλες σχεδόν τις λιτανείες, μεταξύ των οποίων και σε αυτήν της Αγίας Δωρεάς των καθολικών, αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι την ίδια εικόνα είδαν οι Γερμανοί προσκυνητές.
Η εικόνα, όπως διατηρείται σήμερα, έχει κοπεί και από τις τέσσερις πλευρές ενώ φέρει σημαντικές φθορές. Πριν από τη συντήρησή της, το 1970, ήταν καλυμμένη με αργυρή επένδυση με χαραγμένη την ονομασία «Δημοσιάνα». Η Θεοτόκος εικονίζεται σε προτομή, ελαφρά γυρισμένη προς τα αριστερά της, με το κεφάλι της ελαφρά γυρτό. Κρατά με το αριστερό χέρι το Χριστό και υψώνει το δεξί μπροστά στο στήθος. Ο Χριστός ατενίζει το θεατή. Κρατά κλειστό ειλητάριο και απλώνει το δεξί χέρι σε σχήμα ομιλίας. Πάνω στο βαθυγάλαζο χιτώνα της Θεοτόκου, πάνω από το δεξί μανίκι η παρυφή του καστανού μαφορίου είναι στολισμένη με χρυσοκέντητη επιγραφή και κρόσσια.
Η επιγραφή «εν κροσώ» προέρχεται από τον 44ο ψαλμό «…εν κροσσωτοίς χρυσοίς περιβεβλημένη πεποικιλμένη…» Από τα ρούχα δε του Χριστού ο χιτώνας είναι βαθυγάλαζος ενώ το ιμάτιο είναι κόκκινο με έντονες χρυσές ανταύγες. Οι φωτοστέφανοι είναι ανάγλυφοι. Η εικόνα αποδίδεται σε εργαστήριο των Ιωαννίνων στα τέλη του 14ου αιώνα.
Στην πίσω πλευρά της εικόνας εικονίζεται η μορφή ενός αγίου. Σύμφωνα δε με το οδοιπορικό, αυτός είναι ο Άγιος Παύλος. Προφανώς όμως εδώ πρόκειται για λάθος του Steigerwalder, γιατί ο άγιος αυτός φορεί επισκοπικά άμφια. Ας σημειωθεί ότι δε υπάρχει κάποια επιγραφή που να δηλώνει για ποιον άγιο πρόκειται. Μεταγενέστερες, όμως, πηγές, από την εποχή της ενετοκρατίας, τον ταυτίζουν με τον Άγιο Αρσένιο, Μητροπολίτη Κερκύρας.
Συγκεκριμένα, στις 22 Οκτωβρίου 1712 οι επίτροποι του ναού του Ταξιάρχη Μιχαήλ στο Καμπιέλο ή «Οβριοβούνι» παραχώρησαν την εκκλησία τους στους συνδίκους της πόλεως για να γίνει οριστικά ο πρωτοπαπαδικός ναός της Κέρκυρας. Έτσι στις 24 Οκτωβρίου 1712 ο Μέγας Πρωτοπαπάς Αναστάσιος Αυλωνίτης διατάζει τη μεταφορά της εικόνας με λιτανεία από το ναό του Αγίου Ιωάννη στις Στέρνες στο ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ:
«… Ημείς Αναστάσιος Αυλωνίτης ελέω Θεού μέγας Πρωτοπαπάς πόλεως και νήσου Κερκύρας. Μέλοντας να πάρομεν την εικόνα της Θεομήτορος και Αγίου Αρσενίου την Δημοσιάναν εις την μονήν του Ταξιάρχου Μιχαήλ της Κοινότητος ως πρωτοπαπαδικήν εκκλησίαν…».
Τη μεταφορά αυτή καθώς και την απόδοση του εικονιζόμενου ιεράρχη στον Άγιο Αρσένιο επιβεβαιώνει και η ακόλουθη πληροφορία που βρίσκεται σε φάκελο που περιέχει διαθήκες σχετικές με το ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ:
«…Ανεκομίσθη (…) η σεβασμία εικόνα της υπεραγίας θεοτόκου, ιστορημένη από μίαν μεριάν η αυτή Θ(εοτό)κος, και από την άλλην ο Άγιος Αρσένιος μητροπολίτης Κερκύρας, οι οποίες ιστόρισες έχουν από έξω λάμαις ασημένιαις…».
Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε ότι είναι απολύτως φυσικό και αναμενόμενο στην πίσω πλευρά της πολύτιμης αυτής εικόνας να απεικονίζεται ο Άγιος Αρσένιος, και όχι οποιοσδήποτε άλλος, αφού ο άγιος αυτός είναι καθ’ όλη την διάρκεια του μεσαίωνα ο προστάτης και πολιούχος της Κέρκυρας.
Η Δημοσιάνα ανήκε στο Ιερό Τάγμα και φυλασσόταν στην εκάστοτε πρωτοπαπαδική εκκλησία. Παρέμεινε δε στο ναό του Ταξιάρχη Μιχαήλ στο Καμπιέλο ως το 1841. Τότε, επί αρχιερατείας Χρυσάνθου Μασσέλου, ορίστηκε ως καθεδρικός ναός αυτός της Υ.Θ. Σπηλαιωτίσσης και των Αγίων Βλασίου και Θεοδώρας και εκεί μεταφέρθηκε, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα.
Η Δημοσίανα λιτανευόταν, όπως τονίσαμε, σε όλες σχεδόν τις δημόσιες τελετές που γινόταν στη μικρή πολιτεία των Κορυφών. Συγκεκριμένα, από την εκάστοτε πρωτοπαπαδική εκκλησία, που ξεκινούσε η πομπή του Ιερού Τάγματος, την εκκίνηση έδινε ένας αξιωματούχος, ο «Αρχιμανδρίτης», ή, ελλείψει αυτού, το αμέσως επόμενο οφίκιο, ο «Ιερομνήμονας».
Την πομπή άνοιγαν τα αγιόγραφα ή «σκόλες» των αδελφοτήτων και των συντεχνιών. Ακολουθούσε ο Σταυρός του Ιερού Τάγματος ανάμεσα σε δύο «τόρτσες».
Στη συνέχεια έρχονταν οι μοναχοί, οι απλοί ιερείς και μετά το Ιερό Τάγμα.
Οι μοναχοί φορούσαν το σχήμα τους, οι απλοί ιερείς πετραχήλι και φαιλόνιο και οι ιερείς του Ιερού Τάγματος, εκτός από πετραχήλι και φαιλόνιο, από κάτω, έφεραν ένα ιδιαίτερο ένδυμα, τη «βέστα». Ένας ιερέας του τάγματος έφερε ασκεπής το ευαγγέλιο ενώ δίπλα του ένας διάκονος του κρατούσε το κάλυμμα της κεφαλής, το «σκιάδιο».
Ακολουθούσε η εικόνα της Δημοσιάνας. Στα δεξιά της εικόνας στεκόταν ο «Αρχιμανδρίτης» ή, ελλείψει αυτού, το αμέσως επόμενο οφίκιο, ο οποίος, μόλις η εικόνα έβγαινε από την εκκλησία έψαλε το «Ευλογητός ο Θεός ημών…» και το «Benedicta Santa Gloria, quae egreditur ex hoc Sancto Domo…» (= Ευλογημένη η Αγία Δόξα, η οποία εξέρχεται εκ του αγίου οίκου τούτου…). Στη συνέχεια οι ιερείς έψαλλαν τον «Κανόνα» της Θεοτόκου και κρατούσαν εναλλάξ την εικόνα. Όμως, λόγω του βάρους του θρόνου της και της μεγάλης απόστασης αρκετών λιτανειών (πχ η λιτανεία της Αγίας Ιουστίνης έφτανε μέχρι τον ομώνυμο ναό της «Τριμάρτυρος» στη Γαρίτσα) μερικοί κληρικοί δεν έδειχναν ιδιαίτερη προθυμία να σηκώνουν την εικόνα.
Σχετικό και ιδιαίτερης ιστορικής σημασίας είναι ένα πρόσταγμα του M. Πρωτοπαππά Χριστόδουλου Βούλγαρη στα 1675:
«…όλοι οι ιερείς και ιερομόναχοι να ασικώνουν εις τας διατεταγμένας λιτάς την εικόνα της Θεομήτορος δια να έχομεν την αγίαν της ευχήν και ευλογίαν καθώς γίνεται και με το άγιον λείψανον του θαυματουργού Σπυρίδωνος. Δια την πρέπουσαν ευλάβειαν οπού είμαστε χρεώσται να προσφέρωμεν υπερδουλικώς όλοι προς την άχραντον του Θεού μητέρα τόσον περισσότερον, οπού οι ιερείς της σκιάς (= της σκηνής του μαρτυρίου) και του ιουδαϊσμού εσύντρεχον όλοι προς το να βαστάζουν την κιβωτόν της διαθήκης, πόσω μάλλον ημείς οπού είμαστε υιοί της χάριτος και υπηρέται των μυστηρίων του Χριστού (…) Εις δε την βασιλίδα των πόλεων όχι μόνον οι ιερείς αμί και αυτοί οι Πατριάρχαι εβάσταζαν εις ταις λιταίς την προσκυνητήν εικόνα της Υπεραγίας Θεοτόκου (= της Οδηγήτριας) και οι αδελφοί αυτού του βασιλέως τα άγια σπάργανα μετά του αγίου μανδηλίου και της προς Αύγαρον επιστολής του Χριστού…».
Επιπλέον, και ο Μέγας Πρωτοπαπάς Ιωάννης Βούλγαρης (1738 – 1749) εξέδωσε σχετικό διάταγμα. Μάλιστα, τον Ιούνιο του 1728, στην εορτή της Αγίας Δωρεάς, η απροθυμία αυτή εξελίχθηκε σε φιλονικία ανάμεσα στους ιερείς των επαρχιών του νησιού, καθώς στη λιτανεία αυτή όλοι οι ιερείς του νησιού ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν. Ίσως πίσω από τη φιλονικία να κρύβεται η δικαιολογημένη δυσαρέσκειά τους να συμμετέχουν στην εν λόγω καθολική εορτή. Έτσι ο Μέγας Πρωτοπαπάς Σπυρίδων Α΄ Βούλγαρις εκδίδει σχετικό διάταγμα...
«…δια να λείψει κάθε φιλονικία μεταξύ των υφ’ ημάς εννέα επαρχιών εις την λιτήν της Αγίας Δωρεάς, και να ασυκώνεται η Αγία της Υπεραγίας Θεοτόκου εικών από τους ιερείς κάθε επαρχίας εις όλην την λιτήν…».
Τόσης τιμής απολάμβανε η Δημοσιάνα που ο απλός λαός κάνει διάφορες προσφορές στη Χάρη της. Έτσι κάποιος Δημήτρης Χαλικιόπουλος στη διαθήκη του που συντάχθηκε στις 24 Ιουλίου 1663 επιθυμεί...
«…να ήθελαν κάμει τέσσερα μανάλια ασιμένια από εκατό ρεάλια το ένα ήγουν τα δύο όταν εβγάζουν λιτήν ήγουν την Παναγία να βάνουν δύο στον Σταυρωμένον και δύο στην Παναγία…».
Τέλος, γνωρίζουμε ότι μπροστά στην εικόνα είχαν πάντοτε αναμμένα κεριά. Γι’ αυτό και ο ανωτέρω Μ. Πρωτοπαπάς Σπυρίδων Βούλγαρις σε πρόσταγμά του σχετικό με το Ιερό Τάγμα στις 5 Οκτωβρίου 1720 όριζε...
«…εις ποινήν των παρηκόων ιερέων του θείου Τάγματος λίτρες διακόσιες εις κερί δια την Παναγίαν την Δημοσίαν…».
Είναι φανερό ότι η εικόνα της Παναγίας της Δημοσιάνας είναι ένα από τα παλαιότερα και ιερότερα κειμήλια της νήσου μας. Είναι η απτή απόδειξη της λατρείας της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας, η οποία ήδη από την εποχή του Αγίου Ευαγγελιστή Λουκά έφερνε κάθε πιστό σε επαφή με το ιερό πρόσωπο της Μητέρας του Κυρίου.
• Γιώργος Γαστεράτος
Φιλόλογος - Ιστορικός, υπ. δρ. Ιστορίας Iόνιου Πανεπιστημίου
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΗΤΡΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ
Αν εξαιρέσει κανείς την εικόνα της Παναγίας που βρισκόταν στις Βλαχέρνες της Κωνσταντινούπολης καμία άλλη εικόνα της Θεοτόκου δεν λατρεύτηκε τόσο όσο αυτή της μονής των «Οδηγών» στην ίδια πόλη.
Το μοναστήρι αυτό, που βρισκόταν κοντά στο Ιερό Παλάτιο προς το μέρος της θάλασσας και της Αγίας Σοφίας, περιελάμβανε ένα ολόκληρο συγκρότημα με ναό, παρεκκλήσια, αγίασμα, λουτρά και οικήματα. Ειδικότερα, τα λουτρά και το αγίασμα είχαν θεραπευτικές ιδιότητες καθώς στην περιοχή παλαιότερα λειτουργούσαν οι λεγόμενες «Αρκαδιανές θέρμες».
Κτίτωρ της μονής φέρεται η αυτοκράτειρα Πουλχερία ενώ η επωνυμία της οφείλεται στο ειδικό λειτούργημα των «Οδηγών», εκείνων, δηλαδή, που κατηύθυναν τους τυφλούς προς το αγίασμα προκειμένου να λουστούν και να θεραπευθούν.
Πρώτη αναφορά για τη μονή των Οδηγών βρίσκουμε στον ιστορικό Θεοφάνη, ο οποίος αναφέρει ότι το έτος 866 ο καίσαρ Βάρδας προσεύχεται εκεί πριν την αναχώρηση του αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ΄ εναντίον των Αράβων. Μάλιστα, σύμφωνα με τα «Πάτρια Κωνσταντινουπόλεως» ο Μιχαήλ Γ΄ φέρεται ως κτίτωρ της μονής.
Λόγω των ιάσεων που επιτελούνταν εκεί θαυματουργική θεωρήθηκε και η εφέστιος εικόνα της Θεοτόκου, η οποία ονομάστηκε «Οδηγήτρια».
Η εικόνα αυτή θεωρήθηκε έργο του Αγίου Ευαγγελιστή Λουκά, μία παράδοση, ωστόσο, που εμφανίζεται από τον 11ο αι. και μετά όταν η μονή απετέλεσε μετόχιο του Πατριαρχείου Αντιοχείας, πατρίδας του ευαγγελιστή Λουκά.
Η εικόνα αυτή, λοιπόν, απέκτησε μεγάλες τιμές και θεωρήθηκε ακοίμητος φρουρός και όπλο απροσμάχητο για την Πόλη. Έτσι, όταν εισέρχεται θριαμβευτής σ’ αυτήν ο Μιχαήλ Παλαιολόγος το 1261, τερματίζοντας τη λατινική της κατοχή, προπορεύεται η Οδηγήτρια.
Επιπλέον, λιτανευόταν κάθε Τρίτη. Κατά τη διάρκεια της λιτανείας γινόταν το λεγόμενο «Θαύμα της Τρίτης». Η εικόνα, δηλαδή, σηκωνόταν ψηλά από μόνη της, κινούνταν με καταπληκτική ταχύτητα και παρέσυρε αυτόν που την κρατούσε.
Αλλά ας δούμε τι γράφει σχετικά ένα Σκανδιναυϊκό χρονικό του 12ου αι., η λεγόμενη «Σάγκα των Ορκάδων»:
«Κάθε μέρα (sic) γίνεται λιτάνευση της εικόνας από τη μία συνοικία στην άλλη. Τα πλήθη την ακολουθούν και την περιβάλλουν με σύννεφα από θυμιάματα. Κάθε Τρίτη, μία αθέατη δύναμη κάνει την εικόνα να κινείται με καταπληκτική ταχύτητα. Παρασύρει τον ιερέα (sic) που την κρατεί και διασχίζει το σαστισμένο πλήθος. Όλοι σταυροκοπιούνται και ψέλνουν το Κύριε ελέησον»!
Για την εικόνα αυτή ο ιστορικός Δούκας μας αναφέρει ότι την αποφράδα ημέρα της αλώσεως, ενώ αυτή βρισκόταν στη λεγόμενη «Μονή της Χώρας», γενίτσαροι την κατέστρεψαν με τσεκούρια. Πρόλαβε, όμως, και έγινε με τη σειρά της πρότυπο για να φιλοτεχνηθούν δεκάδες άλλα αντίγραφα και έτσι να διασωθεί ο συγκεκριμένος εικονογραφικός τύπος, ο οποίος παρουσιάζει κι αυτός αρκετή ποικιλία.
Έτσι, τον τύπο αυτό, εκτός από το όνομα Οδηγήτρια, με ελαφρές παρεκκλίσεις τον συναντάμε ως «Πορταΐτισσα» στο Άγιον Όρος, «Προυσιώτισσα» στα Άγραφα, «Μεσοπαντίτισσα» στην Κρήτη, «Πρεβεζάνα» στην Κεφαλονιά, «Δημοσιάνα» στην Κέρκυρα κλπ. με πλήθος ναούς ανεγερμένους στη χάρη της.
• Γιώργος Γαστεράτος
Φιλόλογος - Ιστορικός, υπ. δρ. Ιστορίας Iόνιου Πανεπιστημίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου